amueblar - ορισμός. Τι είναι το amueblar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι amueblar - ορισμός


amueblar      
amueblar tr. Instalar los *muebles correspondientes en algún sitio. Desamueblar.
amueblar      
verbo trans.
Dotar de muebles un edificio o alguna parte de él.
verbo prnl.
Honduras. Mal usado por averiarse una mercancía.
amueblar      
Sinónimos
verbo
1) amoblar: amoblar, calzar, poner casa
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για amueblar
1. Se trataba de amueblar toda una vivienda con 50.000 pesetas.
2. Después de amueblar con cartones los pocos metros cuadrados de su nicho, se acomodan.
3. »Marina d´Or», abre oficina en Pekín para amueblar sus apartamentos RAFAEL POCH – 14/05/2006 – 10.28 horas Corresponsal.
4. Vienen a China a comprar a bajo precio los materiales para amueblar el delito: máquinas de hidromasaje, saunas, sanitarios, suelos de madera y bambú, azulejos...
5. Les animaron en la propia agencia inmobiliaria a meterse en la compra con un contrato privado manipulado, con un precio muy superior al real para conseguir un préstamo y tasación que, además de pagar el inmueble, les permitiera comprar un coche de segunda mano y amueblar.
Τι είναι amueblar - ορισμός